- παγγέωργος
- παγγέωργοςmaster-gardenermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγγέωργος — παγγέωργος, ον (Α) (με μτφ. κυρίως σημ.) αυτός που φροντίζει για όλους σαν να είναι γεωργός («ὁ παγγέωργος λογισμὸς περικαθαίρων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γεωργός, με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ ] … Dictionary of Greek